Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- εβδομαδάριος, επίθ.
-
- (Εκκλ., προκ. για μοναχό) που έχει υπηρεσία για μια εβδομάδα:
- (Ρωσσέρ. 64).
[<ουσ. εβδομάδα + κατάλ. ‑άριος. Η λ. τον 4. αι.· βλ. και LBG]
- (Εκκλ., προκ. για μοναχό) που έχει υπηρεσία για μια εβδομάδα: