Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: εβδομήντα
9 εγγραφές [1 - 9]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβδομήντα [evδomínda] (άκλ.) αριθμτ. επίθ. απόλ. : 1.που δηλώνει ένα σύνολο από εβδομήντα (70) μονάδες: ~ δραχμές / χιλιάδες / εκατομμύρια. || (αντί του τακτικού εβδομηκοστός): Άνοιξέ μου το βιβλίο στη σελίδα ~. 2. (ως ουσ.) το εβδομήντα: α. ο αριθμός και το σύμβολό του: Δύο φορές το ~ κάνει εκατόν σαράντα. β. καθετί που έχει ως διακριτικό τον αριθμό εβδομήντα: Ο άρρωστος / ο πελάτης του ~, που νοσηλεύεται / που μένει στο δωμάτιο εβδομήντα. γ. το ΄70 (΄70), αντί 1970: H δεκαετία του ~. Γεννήθηκε το ~. || για τη χρονολογία άλλων αιώνων. δ. στα / τα ~, για ηλικία εβδομήντα (περίπου) χρόνων: Είναι / μπαίνει στα ~. Πάτησε / έφτασε τα ~.

[μσν. εβδομήντα < αρχ. ἑβδομήκοντα με αποβ. της συλλαβής [ko] αναλ. προς τα εξήντα, πενήντα]

[Λεξικό Κριαρά]
εβδομήντα, αριθμητ.,
βλ. εβδομήκοντα.
[Λεξικό Κριαρά]
εβδομηντάβεργος, επίθ.
  • Που έχει εβδομήντα βέργες:
    • Εβδομηντάβεργο κουβλίν (Εκατόλ. Μ 7066).

[<αριθμητ. εβδομήντα + ουσ. βέργα]

[Λεξικό Κριαρά]
εβδομηντάθυρος, επίθ.
  • Που έχει εβδομήντα πόρτες:
    • Εβδομηντάθυρον κλουβίν (Ερωτοπ. 292).

[<αριθμητ. εβδομήντα + ουσ. θύρα]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβδομηντάρης ο [evδomindáris] Ο11 θηλ. εβδομηντάρα [evδomindára] Ο25α : για πρόσωπο ηλικίας εβδομήντα (περίπου) χρόνων. || (ως επίθ.) εβδομηντάχρονος: ~ άνθρωπος.

[εβδομήντ(α) -άρης· εβδομηντάρ(ης) -α]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβδομηντάρι το [evδomindári] Ο44 : (οικ.) σύνολο από εβδομήντα ομοειδείς μονάδες, συνήθ. για χρηματικό ποσό: Δίνω ένα ~ το μήνα, εβδομήντα χιλιάδες.

[εβδομήντ(α) -άρι]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβδομηνταριά η [evδomindarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, περίπου εβδομήντα: Kαμιά ~ άτομα. Θα ζυγίζει καμιά ~ κιλά.

[μσν. *εβδομηνταριά (πρβ. μσν. εβδομηνταρά) < εβδομήντ(α) -αριά]

[Λεξικό Κριαρά]
εβδομηνταριά η· εβδομηνταρά.
  • Εβδομήντα (ή περίπου):
    • μίαν εβδομηνταρά μουζούρια ταγή (Κατά ζουράρη 51).

[<αριθμητ. εβδομήντα + κατάλ. αριά. Η λ. στο Somav. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
εβδομηντάχρονος -η -ο [evδomindáxronos] Ε5 : α.που έχει διάρκεια εβδομήντα ετών. β. που έχει ηλικία (περίπου) εβδομήντα ετών. || (ως ουσ.) εβδομηντάρης. γ. (ως ουσ.). τα εβδομηντάχρονα, η επέτειος για τη συμπλήρωση εβδομήντα χρόνων από κάποιο γεγονός.

[εβδομήντα + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες