Παράλληλη αναζήτηση
1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- είμητα, σύνδ.
-
- 1) Παρά μόνον, εκτός από:
- άλλον αυθέντη το λοιπόν μη βάνετε στον νου σας είμητα τον Αλέξανδρον (Αλεξ. 1422)·
- (με τη λ. μόνον):
- (Διήγ. πανωφ. 57).
- 2) (Με τη λ. να) εκτός αν:
- να μην λειτουργήσει πλία ένας ιερεύς δύο βολές την ημέραν, είμητα να έχει τινάς προτέρημα (Ρωσσέρ. 136).
[<σύνδ. είμη + κατάλ. ‑τα κατά τα διχωστά, χωριστά. Η λ. και σήμ. κρητ.]
- 1) Παρά μόνον, εκτός από: