Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: είλωτας
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
είλωτας ο [ílotas] Ο5 : 1.(ιστ.) ονομασία των δουλοπαροίκων στην αρχαία Σπάρτη: Οι είλωτες αποτελούσαν την κατώτερη τάξη της σπαρτιατικής κοινωνίας. 2. (μτφ.) για όποιον εργάζεται κάτω από ιδιαίτερα σκληρές και καταπιεστικές συνθήκες και χωρίς να απολαμβάνει τα αγαθά του κόπου του· σκλάβος, δούλος: Δούλευε σαν ~ για να θρέψει τα παιδιά της.

[λόγ.: 1: αρχ. Εἵλως, αιτ. -ωτα· 2: κατά τη σημ. του γαλλ. ilote < λατ. ilota < αρχ. Εἵλωτ- (Εἵλως)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go