Combined Search
| 18 items total [1 - 10] | << First < Previous Next > Last >> |
- είδωλο το [iδolo] Ο40 : I.(και φυσ.) η εικόνα αντικειμένου η οποία σχηματίζεται ως αποτέλεσμα ενός οπτικού φαινομένου (ανάκλασης σε κάτοπτρο, διάθλασης διά μέσου φακού κτλ.): Tα κοίλα και τα κυρτά κάτοπτρα παραμορφώνουν το ~. Aνεστραμμένο / όρθιο ~. ~ μικρότερο / μεγαλύτερο από το αντικείμενο. Πραγματικό ~, που σχηματίζεται από τις ίδιες τις φωτεινές ακτίνες που εκπέμπει ένα αντικείμενο και γι΄ αυτό μπορούμε να το δούμε επάνω σε μια επιφάνεια. Φανταστικό ~, που σχηματίζεται από την προέκταση των φωτεινών ακτίνων ενός αντικειμένου (όπως π.χ., το είδωλό μας σε επίπεδο κάτοπτρο). Ευκρινές / θολό ~. || η εικόνα η οποία σχηματίζεται αμυδρότατα και πίσω από την κύρια εικόνα μιας οθόνης τηλεόρασης, εξαιτίας κακής λήψης ή λειτουργίας· (πρβ. σκιά). II. ομοίωμα θεότητας, συνήθ. αγαλμάτινο, το οποίο λατρεύεται σαν να είναι αυτό το ίδιο θεότητα, φορέας θεϊκού πνεύματος, θεϊκής δύναμης: H λατρεία των ειδώλων, ειδωλολατρία. Ξύλινο ~· (πρβ. ξόανο). || (επέκτ.) κάθε είδους αντικείμενο που θεωρείται φορέας θεϊκής και μαγικής δύναμης· (πρβ. ειδώλιο, φετίχ). III. (μτφ.) 1. (συνήθ. πληθ.) για αντίληψη ψευδή και εσφαλμένη, για την οποία ένα κοινωνικό σύνολο δείχνει μιαν έμμονη και τυφλή πίστη· (πρβ. προκατάληψη): Tα είδωλα της κοινωνίας. Tα παλιά είδωλα είχαν χρεοκοπήσει. 2. για πρόσωπο που είναι αντικείμενο υπέρμετρης και τυφλής αγάπης, λατρείας, πίστης, θαυμασμού κτλ.· ίνδαλμα: H γυναίκα αυτή υπήρξε το ~ της ζωής του. Tα είδωλα της νεολαίας. Ο Πρίσλεϊ, το ~ της γενιάς του ΄60.
[λόγ.: I: αρχ. εἴδωλον `καθρεφτισμένη εικόνα, εικόνα του νου΄· II: ελνστ. σημ.· III: σημδ. γαλλ. idole (στη νέα σημ.) < λατ. idolum < ελνστ. εἴδωλον]
- είδωλο το,
- βλ. είδωλον.
- ειδωλόθυτα τα.
-
- Τα κρέατα που απομένουν μετά τη θυσία:
- (Χριστ. διδασκ. 127).
[μτγν. ουσ. ειδωλόθυτα]
- Τα κρέατα που απομένουν μετά τη θυσία:
- ειδωλοθύτης ο.
-
- Αυτός που θυσιάζει στα είδωλα, ειδωλολάτρης:
- του δεσπότου Φαραώ πικρού ειδωλοθύτου (Αξαγ., Κάρολ. Ε´ 1206).
[<ουσ. είδωλον + θύτης. Η λ. τον 7. αι.]
- Αυτός που θυσιάζει στα είδωλα, ειδωλολάτρης:
- ειδωλοκαμωμένος, μτχ. επίθ.
-
- Που είναι καμωμένος σαν είδωλο:
- (Ιμπ. (Legr.) 972).
[<ουσ. είδωλον + μτχ. παρκ. του κάμνω]
- Που είναι καμωμένος σαν είδωλο:
- ειδωλολαθρία η,
- βλ. ειδωλολατρία.
- ειδωλολατρεύω· ’δωλατρεύω· ’δωλολατρεύω· ειδωλατρεύω.
-
- 1) Λατρεύω τα είδωλα:
- οι Εβραίοι εδωλατρεύσα (Χούμνου, Κοσμογ. 2719).
- 2) Θυσιάζω (στα είδωλα):
- να του φέρω πρόβατα να τα ’δωλολατρέψει (αυτ. 824).
[μτγν. ειδωλολατρεύω]
- 1) Λατρεύω τα είδωλα:
- ειδωλολάτρης ο [iδololátris] Ο10 θηλ. ειδωλολάτρισσα [iδololátrisa] Ο27 : αυτός που λατρεύει τα είδωλα, τα ομοιώματα θεοτήτων, σαν να ήταν αυτά τα ίδια θεότητες: Εκχριστιανισμός των ειδωλολατρών.
[λόγ. < ελνστ. εἰδωλολάτρης· λόγ. < μσν. ειδωλολάτρισσα < ειδωλολάτρ(ης) -ισσα]
- ειδωλολάτρης ο.
-
- Αυτός που λατρεύει τα είδωλα:
- (Ζήν. Δ´ 172).
[μτγν. ουσ. ειδωλολάτρης. Η λ. και σήμ.]
- Αυτός που λατρεύει τα είδωλα:
- ειδωλολατρία η [iδololatría] Ο25 : η λατρεία ειδώλων, κατασκευασμένων ομοιωμάτων θεότητας, ως φορέων του πνεύματός της και της δύναμής της, και κυρίως η αρχαία ελληνική και ρωμαϊκή θρησκεία: H ~, και μαζί της και ο αρχαίος κόσμος, γνώρισαν μια τελευταία αναλαμπή στα χρόνια του Iουλιανού του Παραβάτη. || (γενικότ.) η λατρεία φυσικών ή κατασκευασμένων αντικειμένων ως φορέων θεϊκής δύναμης· (πρβ. φετιχισμός).
[λόγ. < ελνστ. εἰδωλολατρία]



