Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δώρημα
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δώρημα το [δórima] Ο49 : ό,τι δωρίζεται.

[λόγ. < αρχ. δώρημα]

[Λεξικό Κριαρά]
δώρημα(ν) το.
  • Δώρο, χάρισμα:
    • περί των δωρημάτων τών ποιεί ο άντρας της γυναίκας του (Ασσίζ. 26117).

[αρχ. ουσ. δώρημα. Η λ. (αν) και σήμ. κυπρ. και ποντ., καθώς και λόγ. (α)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go