Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δώθε
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δώθε [δóθe] επίρρ. : (λαϊκότρ.) εδώθε. (έκφρ.) ~ κείθε, πέρα δώθε. πέρα ~: α. για να δηλώσουμε παλινδρομική κίνηση. β. για να δηλώσουμε την επαναλαμβανόμενη κίνηση προς κάποια κατεύθυνση και την επιστροφή, το πήγαινε έλα: Σταμάτα το πέρα ~, γιατί με ζάλισες. Mε κούρασε το πέρα ~ κάθε μέρα, σπίτι δουλειά, δουλειά σπίτι.

[μσν. δώθε < μσν. εδώθε με αποβ. του αρχικού άτ. φων. < εδώ -θε]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go