Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δύτης
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύτης ο [δítis] Ο10 : αυτός που καταδύεται σε θάλασσα, λίμνη ή ποταμό, εφοδιασμένος συνήθ. με την κατάλληλη εξάρτυση που του επιτρέπει παρατεταμένη παραμονή κάτω από την επιφάνεια του νερού και σε μεγάλο βάθος· (πρβ. βουτηχτής): Tο σκάφανδρο του δύτη. H νόσος των δυτών.

[λόγ. < αρχ. δύτης]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go