Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δύστροπος -η -ο
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δύστροπος, επίθ.
  • 1) Που έχει άσχημο χαρακτήρα, κακότροπος:
    • (Αιτωλ., Μύθ. 619).
  • 2) Κακός, άσχημος:
    • Το γαρ πονείν ου δύστροπον (Μανασσ., Ποίημ. ηθ. 468).

[αρχ. επίθ. δύστροπος. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύστροπος -η -ο [δístropos] Ε5 : που στις σχέσεις του με τους άλλους ανθρώπους δημιουργεί συνεχώς δυσκολίες, που δείχνει έλλειψη προσαρμοστικότητας, συμβιβαστικότητας, συνεργασίας: ~ άνθρωπος / χαρακτήρας.

[λόγ. < αρχ. δύστροπος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go