Combined Search
| 2 items total [1 - 2] | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δύσπνοια η [δíspnia] Ο27 : (ιατρ.) δυσκολία στην αναπνοή, που δημιουργεί έντονη δυσφορία.
[λόγ. < αρχ. δύσπνοια]
[Λεξικό Κριαρά]
- δύσπνοια η.
-
- Δυσκολία στην αναπνοή:
- (Ιατροσ. κώδ. χλη´).
[αρχ. ουσ. δύσπνοια. Η λ. και σήμ.]
- Δυσκολία στην αναπνοή:



