Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δύσκαμπτος -η -ο [δískamptos] Ε5 : ANT εύκαμπτος. 1. που δύσκολα μπορεί κανείς να τον κάμψει, να τον λυγίσει: Tο σώμα όταν δεν ασκείται γίνεται δύσκαπτο. ~ σωλήνας. 2. (μτφ.) που δεν μπορεί εύκολα να προσαρμοστεί στις διαφορετικές για κάθε περίπτωση ανάγκες: Tα αναπτυξιακά προγράμματα δεν πρέπει να είναι δύσκαμπτα.
δύσκαμπτα ΕΠIΡΡ. [λόγ. < ελνστ. δύσκαμπτος]



