Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύσις
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δύσις ‑ση η.
  • Α´.
    • 1) Δύση (του ήλιου, άστρου)·
      • (σε μεταφ. προκ. για θάνατο):
        • (Λίμπον. Αφ. 55
      • φρ. κάμνω δύση = δύω:
        • (Ροδολ. Χορ. γ´ 6, Ε´ 276).
    • 2) Το μέρος του ορίζοντα όπου δύει ο ήλιος:
      • ο ήλιος … αχ την δύσην μέλλει να μας φτάσει; (Κυπρ. ερωτ. 1378
      • φρ. αστράπτει η ανατολή και βροντά η δύση, βλ. ανατολή Α´2 φρ.
  • Β´ Ως κύρ. όν.
    • 1)
      • α) Το δυτικό τμήμα της υφηλίου:
        • Εις τέσσερα μερίδια ο κόσμος όλος ένι. Ανατολή …, Δύσις, Άρκτος και … Μεσημβρία (Πόλ. Τρωάδ. 10532
        • έκφρ. Ανατολή και Δύση, βλ. ανατολή Β´1α·έκφρ.
      • β) οι χώρες της Δύσης, η Ευρώπη:
        • να διώξουνε τον Τούρκο από την Ευρώπη, ήγουν από την Δύση, να πάγει εις την Ανατολή (Χρον. σουλτ. 7115
        • (ειδικ. για τη Δυτ. Ευρώπη):
          • Φράγκοι να ’ρχουνται πολλοί απού τη Δύση (Τζάνε, Κρ. πόλ. 3649
      • γ) το δυτικό τμήμα του Βυζαντινού Κράτους:
        • τον Μανουήλ τον Κομνηνόν …, απάσης της Ανατολής και Δύσεως το δόρυ (Προδρ. IV 545).
    • 2) Προκ. για τις μητροπόλεις του Οικουμενικού Πατριαρχείου στη Βαλκανική:
      • (Ιστ. πατρ. 18015).
    • 3) Οι ευρωπαϊκές επαρχίες της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας:
      • ο μπελερμπεής της Ρούμελης, τουτέστι της Δύσης (Ιστ. πατρ. 16619).

[αρχ. ουσ. δύσις. Η λ. (ση) και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες