Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύσερως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δύσερως, επίθ.
  • Δυστυχισμένος έρως:
    • θωρώ εις όσον σώννω το πώς ουδέν εντέχομαι, … δυσέρωτε (Κυπρ. ερωτ. 2711).

[αρχ. επίθ. δύσερως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες