Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δύνη
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δύνη η [δíni] Ο30 : (φυσ.) μονάδα μέτρησης της δυνάμεως, ίση με τη δύναμη που, όταν επιδρά σε ένα σώμα που έχει μάζα ένα γραμμάριο, του δίνει επιτάχυνση ένα εκατοστό στο τετράγωνο του δευτερολέπτου· (πρβ. νιούτον).

[λόγ. < γαλλ. dyn(e) (ορθογρ. δαν.) σύντμ. της λ. dyname < αρχ. δύναμις]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυνητικός -ή -ό [δinitikós] Ε1 : 1. για κτ. που έχει όλα τα στοιχεία ή τις ιδιότητες που του επιτρέπουν, υπό ορισμένες προϋποθέσεις, να πραγματοποιηθεί· που υπάρχει δυνάμει: H (τάδε) διάταξη του τάδε νόμου είναι δυνητική. 2. (γραμμ.) που εκφράζει την έννοια αυτού που μπορεί ή που μπορούσε να γίνει: Δυνητική οριστική, που σχηματίζεται με το μόριο “θα” και οριστική παρατατικού ή υπερσυντέλικου. || (στην αρχαία ελληνική γραμμ.): Δυνητική ευκτική. Tο “αν” είναι δυνητικό μόριο.

[λόγ. < ελνστ. δυνητικός]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυνητικότητα η [δinitikótita] Ο28 : η ιδιότητα του δυνητικού.

[λόγ. δυνητικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες