Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόξαρο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δόξαρο το.
  • Τόξο:
    • δόξαρα, σαΐτες και λατζόνια (Θησ. (Foll.) I 55).

[λ. πλαστή <ουσ. δοξάρι από μετρ. αν.]

[Λεξικό Κριαρά]
δοξαρόσυρμα το.
  • Απόσταση στην οποία φτάνει βέλος που εκτοξεύεται:
    • έσπρωξε το καράβι … ένα δοξαρόσυρμα (Αγαπ., Νέος Παράδ. 301).

[<ουσ. δοξάρι + σύρμα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες