Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δόμος
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δόμος ο [δómos] Ο18 : (οικοδ.) οριζόντια σειρά από πέτρες ή από πλίνθους.

[λόγ. < αρχ. δόμος]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go