Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δόμνα
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δόμνα η.
  • Κυρία, τιμητική προσηγορία της συζύγου ανώτατου άρχοντα στις παραδουνάβιες ηγεμονίες:
    • (Ιστ. Βλαχ. 1961).

[<ρουμ. do ạ mnă. Πβ. Steph. και Soph. στη λ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go