Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δόλον
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δόλον το.
– Βλ. και δόλος (ΙΙ).
  • Δόλωμα·
    • (μεταφ.):
      • τ’οποιόν παιδίον ήτονε δόλον της πονηρίας (Αχέλ. 1360).

[<ουσ. δόλος το]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες