Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δωρεάν
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωρεάν [δoreán] επίρρ. τροπ. : 1α. χωρίς χρήματα: H εκπαίδευση στην Ελλάδα παρέχεται ~. Οι άποροι νοσηλεύονται ~. Tαξίδεψα ~, τζάμπα. || (ως επίθ.): Kαθιέρωση της ~ παιδείας. Άρχισε η ~ διανομή των συγγραμμάτων. β. πολύ φτηνά· τζάμπα. 2. χωρίς προσπάθεια, χωρίς προσωπική συμβολή: H ελευθερία και η δημοκρατία δε μας προσφέρονται ~, πρέπει να αγωνιστούμε για να τις κατακτήσουμε και να τις διατηρήσουμε.

[λόγ. < αρχ. δωρεάν]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go