Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δωδεκαήμερος -η -ο [δoδekaímeros] Ε5 : που διαρκεί δώδεκα μέρες. || (ως ουσ.) το δωδεκαήμερο, διάστημα δώδεκα ημερών.
[λόγ. < μσν. δωδεκαήμερος < δωδεκα- + ημέρ(α) -ος]



