Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωδεκάχρονος -η -ο
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Κριαρά]
δωδεκάχρονος, επίθ.
  • Που είναι δώδεκα χρονών:
    • παις δωδεκάχρονος (Διγ. Gr. 1036).

[<αριθμητ. δώδεκα + ουσ. χρόνος. Η λ. στον Κουμαν. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωδεκάχρονος -η -ο [δoδekáxronos] Ε5 : α. που διαρκεί δώδεκα χρόνια. β. που έχει ηλικία δώδεκα ετών: Δωδεκάχρονη κοπέλα. || (ως ουσ.) άτομο ηλικίας δώδεκα ετών.

[μσν. δωδεκάχρονος < δωδεκα- + -χρονος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες