Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δωδεκάρι
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωδεκάρι το [δoδekári] Ο44 : σύνολο από δώδεκα ομοειδείς μονάδες. 1α. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). β. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα δώδεκα. 2. για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα δωδεκάρια. 3. η επιτυχία δώδεκα προβλέψεων στο προπό: Έπιασε ~. δωδεκαράκι το YΠΟKΟΡ.

[δώδεκ(α) -άρι]

[Λεξικό Κριαρά]
δωδεκάρι (I) το· δωδεκάριν.
  • 1) Δωδεκάδα:
    • Τρία δαμάλια πρόσφερε, τρυγόνες δωδεκάρι (Χούμνου, Κοσμογ. 971).
  • 2) Ονομασία του σολδίου, επειδή διαιρείται σε 12 δηνάρια (πβ. Λιάτα 1996: 141):
    • Απέ το σταφύλι … να πάρουν δικαίωμαν β´ δωδεκάρια εις το καμηλογόμαρον (Ασσίζ. 49527).

[<αριθμητ. δώδεκα + κατάλ. άρι. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Κριαρά]
δωδεκάρι (II), επίθ.,
βλ. δωδεκάρης.
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δωδεκαριά η [δoδekarjá] Ο24 : (οικ.) καμιά ~, άθροισμα από δώδεκα περίπου μονάδες: Kαμιά ~ άτομα.

[δώδεκ(α) -αριά]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες