Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυόδοντος
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δυόδοντος, επίθ.
  • (Προκ. για το λαγό) που έχει δύο δόντια:
    • (Διήγ. παιδ. 326).

[<αριθμητ. δύο + ουσ. δόντι(ν)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες