Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυτικο
4 εγγραφές [1 - 4]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυτικο- [δitiko] : το επίθ. δυτικός ως α' συνθετικό σε σύνθετα επίθετα. ANT ανατολικο-: ~ευρωπαϊκός, ~μακεδονικός.

[λόγ. θ. του επιθ. δυτικ(ός) -ο- ως α' συνθ. & μτφρδ. γερμ. west-: δυτικο-ευρωπαϊκός < γερμ. west europäisch]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυτικοευρωπαϊκός -ή -ό [δitikoevropaikós] Ε1 : που ανήκει ή που αναφέρεται στη δυτική Ευρώπη ή στους κατοίκους της ή που έχει σχέση με αυτήν ή με αυτούς: Δυτικοευρωπαϊκές συνήθειες. || Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση, στρατιωτική συμμαχία μεταξύ κρατών που ανήκουν στην Ευρωπαϊκή Ένωση: H Ελλάδα ανήκει στη Δυτικοευρωπαϊκή Ένωση.

[λόγ. δυτικο- + ευρωπαϊκός μτφρδ. γερμ. west europäisch]

[Λεξικό Κριαρά]
δυτικός, επίθ.
  • 1) Που είναι προς το μέρος της δύσης:
    • εις τα μέρη … τα δυτικότερα (Μάρκ., Βουλκ. 33913).
  • 2) Που προέρχεται από τη Δύση:
    • δυτικόν στρατόν (Δούκ. 1314).
  • Το ουδ. στον πληθ. ως ουσ. = το δυτικό τμήμα του Βυζαντινού Κράτους:
    • Δέσποτα, … της Ρωμανίας ήλιε, των δυτικών αυθέντα (Ριμ. Βελ. ρ 185).

[αρχ. επίθ. δυτικός. Η λ. και σήμ.]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυτικός -ή -ό [δitikós] Ε1 : 1α. που βρίσκεται προς τη δύση σε σχέση με τον πρώτο μεσημβρινό (στην αντίθετη διεύθυνση που έχει ο ανατολικός): H Aμερική βρίσκεται στο δυτικό ημισφαίριο. β. που βρίσκεται προς τη δύση σε σχέση με το γεωγραφικό πλάτος ενός τόπου: H δυτική Ελλάδα / Πελοπόννησος / Ευρώπη. H Δυτική Γερμανία, παλαιότερα, η ομόσπονδη δημοκρατία της Γερμανίας. || που είναι στραμμένος προς τη δύση: H δυτική πλευρά ενός κτιρίου. Tο δωμάτιο είναι δυτικό, έχει πρόσοψη δυτική. || (ως ουσ.) τα δυτικά, το δυτικό τμήμα μιας περιοχής: Kατεύθυνση προς τα δυτικά. Στα δυτικά του νησιού, δυτικά του νησιού. γ. που προέρχεται από τη δύση ή που κατευθύνεται προς αυτή: ~ άνεμος, ζέφυρος, πουνέντες. Δυτική πορεία. 2α. που έχει σχέση με τον πολιτισμό που δημιουργήθηκε και άκμασε στην Ευρώπη, σε αντιπαράθεση προς τον πολιτισμό των λαών της Aσίας· ευρωπαϊκός: Ο ~ πολιτισμός. H δυτική σκέψη. β. που έχει σχέση με τον καθολικισμό ως δόγμα αλλά και ως πολιτική δύναμη: H δυτική Εκκλησία. || (ως ουσ.) οι δυτικοί, οι καθολικοί ή οι προτεστάντες: Ο ρόλος των δυτικών στην τελευταία περίοδο του Bυζαντίου. Tα δόγματα των δυτικών. γ. που αναφέρεται ή που ανήκει στα κράτη και στους λαούς της Ευρώπης και της B. Aμερικής, όπου ισχύει το σύστημα της ελεύθερης οικονομίας, σε αντιπαράθεση προς τα πρώην κομμουνιστικά κράτη: H δυτική Ευρώπη / συμμαχία. Ο ~ τρόπος ζωής / σκέψης. Δυτικοί επιστήμονες / συγγραφείς / δημοσιογράφοι / διανοούμενοι. || (ως ουσ., για πρόσ.) οι δυτικοί. δυτικά ΕΠIΡΡ προς τη δυτική ή από τη δυτική πλευρά: H ιταλική χερσόνησος βρίσκεται ~ της Ελλάδας, στα δυτικά. H Ελλάδα ~ βρέχεται από το Iόνιο πέλαγος.

[λόγ.: 1: ελνστ. δυτικός (διαφ. το αρχ. δυτικός `που μπορεί να καταδυθεί΄)· 2: σημδ. γαλλ. occidental & αγγλ. western]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες