Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δυστυχώς
2 items total [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυστυχώς [δistixós] επιρρ. τροπ. : ως έκφραση λύπης για κάποιο δυσάρεστο συμβάν. ANT ευτυχώς: H εγχείρηση, ~, απέτυχε. ~ δε θα μπορέσω να σε εξυπηρετήσω. ~ απέτυχες στις εξετάσεις.

[λόγ. < αρχ. δυστυχῶς]

[Λεξικό Κριαρά]
δυστυχώς, επίρρ.
  • Με τρόπο δυστυχή, ατυχή:
    • (Βίος Αλ. 2381), (Καλλίμ. 707).

[αρχ. επίρρ. δυστυχώς. Η λ. και σήμ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go