Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυστοκία η [δistokía] Ο25 : 1. (ιατρ.) δυσκολία κατά τη διεξαγωγή του τοκετού, δύσκολος τοκετός. 2. (μτφ.) δυσκολία στην ολοκλήρωση μιας διαδικασίας: Παρατηρείται μεγάλη ~ στο σχηματισμό της κυβέρνησης.
[λόγ. < αρχ. δυστοκία]



