Combined Search
1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσοσμία η [δisozmía] Ο25 : 1. πολύ δυσάρεστη μυρωδιά: Οι ανοιχτοί οχετοί δημιουργούν μια αφόρητη ~. H ~ του στόματος / του σώματος. 2. (μτφ.) τα στοιχεία που συνθέτουν μια κατάσταση ηθικής κατάπτωσης και η δυσφορία που δημιουργείται στις συνειδήσεις αυτών που την πληροφορούνται: Mας έπνιξε η ~ των οικονομικών / των κοινωνικών σκανδάλων.
[λόγ. < αρχ. δυσοσμία]