Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσκολότοπον το.
-
- Δύσβατος τόπος, κακοτοπιά:
- το δυσκολότοπον περίκοπα κρατούντες την κορυφήν εφθάσαμεν (Καλλίμ. 2523).
[<επίθ. δύσκολος + ουσ. τόπος]
- Δύσβατος τόπος, κακοτοπιά:



