Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσθεώρητος -η -ο [δisθeóritos] Ε5 : που δύσκολα μπορεί κάποιος να τον παρατηρήσει και να τον υπολογίσει, κυρίως επιτατικά στην εκφορά δυσθεώρητο ύψος: Tο δυσθεώρητο ύψος των Iμαλαΐων / των Άλπεων. || (μτφ.): Οι τιμές έφτασαν σε ύψη δυσθεώρητα, ανέβηκαν πάρα πολύ.
[λόγ. < αρχ. δυσθεώρητος]



