Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσεύρετος, επίθ.
-
- Που δύσκολα τον βρίσκει κανείς, σπάνιος:
- (Ευγ. Γιαννούλη, Επιστ. 16345).
[αρχ. επίθ. δυσεύρετος. Η λ. και σήμ.]
- Που δύσκολα τον βρίσκει κανείς, σπάνιος:
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυσεύρετος -η -ο [δisévretos] Ε5 : που είναι σπάνιος και που δε βρίσκεται εύκολα. α. για κπ. που διαθέτει σπάνια προσόντα ή που έχει μια ειδικότητα περιζήτητη: Οι πιστοί, οι αφοσιωμένοι φίλοι είναι δυσεύρετοι. Οι οικιακές βοηθοί είναι σήμερα δυσεύρετες. β. για κτ. που υπάρχει σε πολύ μικρό αριθμό ή που ο αριθμός του δεν επαρκεί στη ζήτηση: Tα παλιά βιβλία / τα μικρά διαμερίσματα είναι δυσεύρετα.
[λόγ. < αρχ. δυσεύρετος]