Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δυσεντερικός, επίθ.· λυσεντερικός.
-
- Που αναφέρεται στη δυσεντερία:
- λυσεντερικόν έμπλαστρον στομαχικόν (Ιατροσ. κώδ. ρλε´).
[αρχ. επίθ. δυσεντερικός. Η λ. και σήμ.]
- Που αναφέρεται στη δυσεντερία:



