Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυσαρέστηση
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυσαρέστηση η [δisaréstisi] Ο33 : το αποτέλεσμα του δυσαρεστώ.

[λόγ. < ελνστ. δυσαρέστη(σις) -ση, αρχ. σημ.: `δυσφορία΄]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες