Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναμικό
3 εγγραφές [1 - 3]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμικό το [δinamikó] Ο38 : 1. (φυσ.) όρος που αναφέρεται κυρίως στις συναρτήσεις, οι μεταβολές των οποίων απορρέουν από μια φυσική θεωρία: Πυρηνικό ~. || Διαφορά δυναμικού (μεταξύ δύο σημείων σε ένα ηλεκτρικό πεδίο), ηλεκτρική τάση. 2. (οικον.) το σύνολο των διαθέσιμων μέσων, δηλαδή των εργαζομένων, των μηχανών κτλ., τα οποία προσδιορίζουν την παραγωγική ικανότητα μιας οικονομίας: Εργατικό ~, το σύνολο των εργαζομένων σε μια χώρα ή σε έναν τομέα, που μπορούν να απασχοληθούν παραγωγικά. Aξιοποίηση του ανθρώπινου / του επιστημονικού / του καλλιτεχνικού δυναμικού. Aυξήθηκε το ~ των ξενοδοχείων σε κλίνες.

[λόγ. ουσιαστικοπ. ουδ. του ελνστ. επιθ. δυναμικός `αποτελεσματικός΄ σημδ. γαλλ. potentiel]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμικός -ή -ό [δinamikós] Ε1 : 1α. για άτομο που υπερνικά εμπόδια ή επιβάλλει καταστάσεις με την ψυχική αντοχή που τον διακρίνει και με τη δραστηριότητα ή με τις πρωτοβουλίες που αναπτύσσει: Εταιρεία ζητά δυναμικούς συνεργάτες. Οι πρώτες φεμινίστριες ήταν πολύ δυναμικές γυναίκες. β. (με αφηρ. ουσ.) β1. που χαρακτηρίζεται από έντονη δράση ή από στοιχεία που εντυπωσιάζουν: H κυβέρνηση θα εφαρμόσει δυναμική πολιτική. Δυναμικές ενέργειες. H δυναμική είσοδος των ηθοποιών στη σκηνή. β2. που χαρακτηρίζεται από κάποια βιαιότητα: Οι απεργοί θα προβούν σε δυναμικές ενέργειες / αντιδράσεις. 2α. που παρουσιάζει εξελικτική τάση. ANT στατικός: Δυναμική βιομηχανία. ~ τομέας απασχόλησης. || Δυναμικές καλλιέργειες. β. για επιστήμη που εξετάζει τα φαινόμενα εξελικτικά ή σε σχέση με την κίνηση που παρουσιάζουν: Δυναμική οικονομία / γεωλογία. 3α. που έχει σχέση με τη δράση φυσικών δυνάμεων. ANT στατικός: ~ ηλεκτρισμός, που παράγεται με βολταϊκή στήλη ή με δυναμομηχανή. Δυναμική κατάσταση ενός σώματος, όταν το σώμα βρίσκεται σε κίνηση. β. (φωνητ.) ~ τόνος*. ANT μουσικός τόνος. δυναμικά ΕΠIΡΡ: Οι εργαζόμενοι αντέδρασαν ~, με διαδηλώσεις, καταλήψεις κτλ. H βιομηχανία μας μπήκε ~ στην ΕΟK, με ισχυρά στηρίγματα, με πολλά πλεονεκτήματα.

[λόγ. < γαλλ. dynamique (στη νέα σημ.) < ελνστ. δυναμικός `αποτελεσματικός΄]

[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμικότητα η [δinamikótita] Ο28 : ο βαθμός της ικανότητας μιας επιχείρησης, ενός οργανισμού κτλ. να παραγάγει, να εκτελέσει ένα συγκεκριμένο έργο ή να δεχτεί έναν ορισμένο αριθμό ατόμων ή πραγμάτων: H ~ ενός εργοστασίου. H ~ του ξενοδοχείου σε κλίνες / του σχολείου σε μαθητές. || (μαθημ.) ο αριθμός των στοιχείων ενός συνόλου.

[λόγ. δυναμικ(ός) -ότης > -ότητα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες