Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυναμίτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυναμίτης ο [δinamítis] Ο10 : 1. δυναμίτιδα: Aνατίναξαν τη γέφυρα με δυναμίτη. Έβαλαν δυναμίτη για να ανοίξουν στοές στο ορυχείο. 2. (μτφ.) α. για ενέργεια που μπορεί να δημιουργήσει εκρηκτική κατάσταση με καταστρεπτικά αποτελέσματα: Aποφάσεις και μέτρα που είναι ~ στα θεμέλια της παιδείας / του κράτους. β. για πολύ δυνατό ποτό ή για πολύ βαρύ φαγητό που δημιουργεί έντονες στομαχικές ενοχλήσεις: Aυτό το κρασί / το λουκάνικο είναι ~.

[1: μεταπλ. του λόγ. δυναμίτις (= δυναμίτιδα) με βάση την αιτ. δυναμίτιν· 2: σημδ. αγγλ. dynamite]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες