Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυνάμωμα
2 εγγραφές [1 - 2]
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυνάμωμα το [δinámoma] Ο49 : η ενέργεια ή το αποτέλεσμα του δυναμώνω. 1α. ενίσχυση των σωματικών δυνάμεων. ANT αδυνάτισμα: Tο ~ του οργανισμού. β. αύξηση της έντασης: Tο ~ της φωνής. || Tο ~ της θέλησης / του αγώνα. 2. βελτίωση της σχολικής απόδοσης: Οι μαθητές θέλουν ~ στα μαθηματικά.

[δυναμώ(νω) -μα]

[Λεξικό Κριαρά]
δυνάμωμα το.
  • 1) Δύναμη, ισχύς:
    • δυνάμωμα του χεριού μου (Πεντ. Δευτ. VIII 17· αυτ. Αρ. XXIV 8).
  • 2) Βία (ως σύστ. αντικ.):
    • (αυτ. Γέν. XXXVIII 29).
  • 3) Έκφρ. το δυνάμωμα της ημερούς = την ίδια ακριβώς μέρα:
    • (αυτ. Γέν. VII 13).

[<δυναμώνω + κατάλ. μα. Η λ. στο Meursius και σήμ.]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες