Παράλληλη αναζήτηση
2 εγγραφές [1 - 2] | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
- δυάρι το [δiári & δjári] Ο44 : σύνολο από δύο ομοειδείς μονάδες. 1α. διαμέρισμα με δύο κύρια δωμάτια. β. (οικ.) για χρηματικό ποσό: Έδωσα ένα ~ (χιλιάδες / εκατομμύρια κτλ.). γ. για βαθμολογία: Πήρε ένα ~, ένα δύο. 2. χαρτί της τράπουλας που έχει τον αριθμό δύο και τον αντίστοιχο αριθμό των διακριτικών της ομάδας του. 3. για τυποποιημένο μέγεθος: Kλειδί / καρφί ~. Γράμματα δυάρια.
δυαράκι το YΠΟKΟΡ. [δύ(ο) -άρι (διαφ. το μσν. δυάριν `είδος νομίσματος΄)]
[Λεξικό Κριαρά]
- δυάρι(ν) το.
-
- Οθωμανικό ασημένιο νόμισμα αξίας δύο άσπρων (τουρκ. ikilik· για το πράγμα βλ. Λιάτα 1996: 101):
- Το δυάριν πάλιν το άφησε από β´ (Συναδ. φ. 73v).
[<αριθμητ. δύο + κατάλ. ‑άρι(ν). Η λ. (‑ι) στο Somav. και σήμ.]
- Οθωμανικό ασημένιο νόμισμα αξίας δύο άσπρων (τουρκ. ikilik· για το πράγμα βλ. Λιάτα 1996: 101):