Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δυάρα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δυάρα η [δjára] Ο25α : 1. (προφ.) ποινή δύο ημερών. α. φυλάκιση δύο ημερών στο στρατό: Έφαγε μια ~. β. αποβολή μαθητή από το σχολείο για δύο μέρες. 2. (πληθ.) στο τάβλι και σε άλλα τυχερά παιχνίδια, όταν και τα δύο ζάρια που ρίχνει ο παίκτης δείχνουν τον αριθμό δύο· διπλές. 3. στις εκφράσεις δε δίνω ~, αδιαφορώ τελείως· ΣYN έκφρ. δε δίνω δεκάρα. κάποιος / κτ. δεν αξίζει ~, δεν αξίζει καθόλου. 4. (για ποδοσφαιρικό αγώνα) δύο τέρματα: Φάγαμε μια ~.

[δύ(ο) -άρα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες