Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δρόγη
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρόγη η [δróji] Ο30 : φυτική, ζωική ή ορυκτή ουσία που χρησιμοποιείται για την παρασκευή φαρμάκων. || το παρασκεύασμα που έχει ως βάση μια από τις παραπάνω ουσίες.

[λόγ. < γαλλ. drog(ue) (ορθογρ. δαν.)]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go