Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δροσόπαγος
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δροσόπαγος ο [δrosópaγos] Ο20 : δρόσος που έχει τη μορφή σκόνης πάγου.

[λόγ. δροσο- + πάγος]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες