Παράλληλη αναζήτηση
| 1 εγγραφή | << Πρώτο < Προηγούμενο Επόμενο > Τελευταίο >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δροσινός, επίθ.
-
- Δροσερός:
- δροσινό λιβάδι (Διγ. O 2540)·
- (μεταφ.):
- Γλυκά και δροσινά ’ναι τα λαμπρά μου (Κυπρ. ερωτ. 505).
[μτγν. επίθ. δροσινός. Η λ. και σήμ. ιδιωμ.]
- Δροσερός:



