Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρομόμετρο
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρομόμετρο το [δromómetro] Ο40 : ναυτικό όργανο που μετράει την ταχύτητα του πλοίου· ταχύμετρο3.

[λόγ. δρόμ(ος) -ο- + -μετρον]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες