Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρομαίως
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δρομαίως, επίρρ.
  • Γρήγορα:
    • δρομαίως απήλθε (Χρον. Μορ. H 9030).

[μτγν. επίρρ. δρομαίως]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες