Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δρομή
1 item total
[Λεξικό Κριαρά]
δρομή η.
  • Τρέξιμο:
    • προβαίνει ο ’πίβουλος Σάτυρος με μεγάλην δρομήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [434]).

[μτγν. ουσ. δρομή. Τ. δρου‑ σήμ. ιδιωμ. ως επίρρ.]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go