Combined Search
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[Λεξικό Κριαρά]
- δρομή η.
-
- Τρέξιμο:
- προβαίνει ο ’πίβουλος Σάτυρος με μεγάλην δρομήν (Σουμμ., Παστ. φίδ. Δ´ [434]).
[μτγν. ουσ. δρομή. Τ. δρου‑ σήμ. ιδιωμ. ως επίρρ.]
- Τρέξιμο:
ΞΞ½Ξ± εγχείΟΞ·ΞΌΞ± του ΞΞΞ½Ο„ΟΞΏΟ… Ελληνικής ΓλΟσσας Ξ³ΞΉΞ± την υποστήΟΞΉΞΎΞ· της ελληνικής Ξ³Ξ»Οσσας στη διαχΟΞΏΞ½Ξ―Ξ± της: Ξ±Οχαία ελληνική, μεσαιωνική ελληνική, Ξ½ΞΞ± ελληνική αλλά ΞΊΞ±ΞΉ στη συγχΟΞΏΞ½ΞΉΞΊΞ® της διάσταση.
| 1 item total | << First < Previous Next > Last >> |
[μτγν. ουσ. δρομή. Τ. δρου‑ σήμ. ιδιωμ. ως επίρρ.]
| © 2006 - 2008 Centre for the Greek Language | Copyright | Terms of Use |