Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρομάδα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρομάδα η [δromáδa] Ο26 : είδος καμήλας με έναν ύβο (καμπούρα) και με ψηλά πόδια· αραβική καμήλα.

[λόγ. < αρχ. δρομάς, αιτ. -άδα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες