Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δριμώνω
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δριμώνω.
  • I. Ενεργ.
    • 1) (Προκ. για κρασί) γίνομαι αψύς, ξίδι:
      • (Αγαπ., Γεωπον. 244).
    • 2)
      • α) (Μεταφ.) αγριεύω, θυμώνω:
        • αφρίζου και δριμώνου (ενν. τα φαριά) (Ερωτόκρ. Δ´ 1654
      • β) (προκ. για άνεμο) δυναμώνω:
        • (Ερωτόκρ. Δ´ 1772).
  • II. (Μέσ.) ενισχύομαι:
    • άλλοι … μέσα δριμωθήκα (Τζάνε, Κρ. πόλ. 23919).

[<επίθ. δριμύς + κατάλ. ώνω. Η λ. στο Somav. και σήμ. ιδιωμ. (Andr., λ. δριμώ, Πιτυκ.)]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες