Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δριμυστικά
1 εγγραφή
[Λεξικό Κριαρά]
δριμυστικά, επίρρ.
  • Με δριμύτητα, έντονα:
    • τολμηρά, δριμυστικά τον βασιλέα λαλούσιν (Βυζ. Ιλιάδ. 93).

[<επίθ. δριμυστικός]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες