Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δραχμοποίηση
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δραχμοποίηση η [δraxmopíisi] Ο33 : (οικον.) η μετατροπή ξένου νομίσματος σε δραχμή: ~ των δολαρίων.

[λόγ. δραχμ(ή) -ο- + -ποίη(σις) -ση]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go