Combined Search

Go

Search options

Basket

Results for: δρασκελιά
1 item total
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρασκελιά η [δraskeá] Ο24 : (λαϊκότρ.) 1. βήμα με μεγάλο άνοιγμα των σκελών, ανοιχτό βήμα: Προχωρούσε με μεγάλες δρασκελιές. 2. (παρωχ.) έκταση ή απόσταση που καλύπτεται με μια δρασκελιά: Tου έμεναν λίγες δρασκελιές ως την κορφή του βουνού.

[δρασκελ(ώ) -ιά]

< Previous   [1]   Next >
Go to page:Go