Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δρασκέλισμα
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δρασκέλισμα το [δraskélizma] Ο49 : 1. (λαϊκότρ.) η ενέργεια του δρασκελώ: Tο ~ του φράχτη. 2. (μτφ., λογοτ.) το πέρασμα από μια χρονική περίοδο σε μια άλλη: Tο ~ του εικοστού αιώνα.

[δρασκελισ- (δρασκελίζω) -μα]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες