Παράλληλη αναζήτηση

Βρες

Επιλογές αναζήτησης

Καλάθι

Αναζήτηση για: δραπέτης
1 εγγραφή
[Λεξικό Τριανταφυλλίδη]
δραπέτης ο [δrapétis] Ο10 θηλ. δραπέτισσα [δrapétisa] Ο27 & (λόγ.) δραπέτις [δrapétis] : αυτός που έχει δραπετεύσει: 1. από ένα χώρο που φρουρείται 2. από ένα εχθρικό ή επικίνδυνο περιβάλλον.

[λόγ. < αρχ. δραπέτης· λόγ. δραπέτ(ης) -ισσα· λόγ. < ελνστ. δραπέτις]

< Προηγούμενο   [1]   Επόμενο >
Μετάβαση στη σελίδα:Βρες